- Τιρυνθίας
- Τιρυνθίᾱς , Τιρύνθιοςfem acc plΤιρυνθίᾱς , Τιρύνθιοςfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καλλιθόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η αρχαιότερη από τις ιέρειες της Αργείας Ήρας. Ήταν η πρώτη που έκοψε ξύλο από δέντρο της Τιρυνθίας, με το οποίο κατασκεύασε το άγαλμα της πολιούχου θεάς του Άργους και το έστησε στο ιερό. Ήταν γνωστή και ως… … Dictionary of Greek